φαγανός

φαγανός
-ή, -ό, Ν
αυτός που τρώει εύκολα το φαγητό ή την τροφή που τού δίνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + κατάλ. -ανός (πρβλ. τραγ-ανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαγανός — ή, ό αυτός που έχει πολλή όρεξη για φαΐ και τρώει πολύ: Είναι χοντρός, γιατί είναι φαγανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγάνα — η, Ν 1. κοινή ονομασία τού εκσκαφέα 2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ άλλη άποψη, από τον τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”